ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση … Dictionary of Greek
ζωοποίηση — η ζωογόνηση, εμψύχωση, αναζωογόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζῳοποιήσῃ — ζῳοποιέω 1 aor subj mid 2nd sg ζῳοποιέω 1 aor subj act 3rd sg ζῳοποιέω 1 fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοποιήσηι — ζωοποίησις making alive fem dat sg (epic) ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj act 3rd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive fut ind mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω 2 make alive aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώωσις — ζώωσις, ἡ (AM) [ζωώ] 1. το να κάνει κανείς κάποιον ζωντανό, ζωοποίηση, ζωντάνευση, παροχή ζωής 2. η απόδοση στους αστέρες ονομάτων έμβιων όντων μσν. η ανάσταση … Dictionary of Greek